Οδυσσέας Ελύτης: “Στον Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί. Απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στη θάλασσα”

Στον Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί Απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στη θάλασσα

Ο Οδυσσέας Ελύτης υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους ποιητές μας, που τιμήθηκε με βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1979.

Ο Οδυσσέας Ελύτης γεννήθηκε στις 2 Νοεμβρίου 1911 στο Ηράκλειο της Κρήτης και το πραγματικό του όνομα ήταν Οδυσσέας Αλεπουδέλης. Στις 18 Μαρτίου 1996 φεύγει από τη ζωή σε ηλικία 84 ετών. Η νησιωτική καταγωγή του Ελύτη επηρέασε ανεξίτηλα το έργο του, το διαπότισε με δημιουργική επαναστατικότητα και συναισθηματισμό.

Το Ελύτης προήλθε από την έλξη που του ασκούσαν οι λέξεις που ξεκινούσαν με ελ, η αρχαιοπρεπής κατάληξη -ίτης που ήθελε και το γράμμα υ, το οποίο ο ίδιος θεωρούσε το πιο ελληνικό γράμμα.

“Ηθελα κάποιο ψευδώνυμο, δεν ήθελα να υπάρχει το πραγματικό μου όνομα. Και επειδή πάντοτε οι λέξεις που άρχιζαν από «ελ», έψιλον και λάμδα, μου ασκούσαν μια μαγεία – είτε γιατί ήταν η Ελλάδα, είτε η ελπίδα, είτε μια Ελένη που ήμουν τότε ερωτευμένος, η ελευθερία, όλες αυτές που αρχίζουν από «ελ» –  σκέφτηκα να το αρχίσω έτσι”, αναφέρει ο Ελύτης.

Το Μονόγραμμα (απόσπασμα)

Έτσι μιλώ για σένα και για μένα

Επειδή σ’ αγαπώ και στην αγάπη ξέρω
Να μπαίνω σαν Πανσέληνος
Από παντού, για το μικρό το πόδι σου μες στ’ αχανή σεντόνια
Να μαδάω γιασεμιά — κι έχω τη δύναμη
Αποκοιμισμένη, να φυσώ να σε πηγαίνω
Μες από φεγγερά περάσματα και κρυφές της θάλασσας στοές
Υπνωτισμένα δέντρα με αράχνες που ασημίζουμε

Ακουστά σ’ έχουν τα κύματα
Πώς χαϊδεύεις, πώς φιλάς
Πώς λες ψιθυριστά το «τί» και το «έ»
Τριγύρω στο λαιμό στον όρμο
Πάντα εμείς το φώς κι η σκιά

Πάντα εσύ τ’ αστεράκι και πάντα εγώ το σκοτεινό πλεούμενο
Πάντα εσύ το λιμάνι κι εγώ το φανάρι το δεξιά
Το βρεμένο μουράγιο και η λάμψη επάνω στα κουπιά
Ψηλά στο σπίτι με τις κληματίδες
Τα δετά τριαντάφυλλα, το νερό που κρυώνει
Πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα και πάντα εγώ η σκιά που μεγαλώνει
Το γερτό παντζούρι εσύ, ο αέρας που το ανοίγει εγώ
Επειδή σ’ αγαπώ και σ’ αγαπώ
Πάντα εσύ το νόμισμα και εγώ η λατρεία που το εξαργυρώνει:

Τόσο η νύχτα, τόσο η βοή στον άνεμο
Τόσο η στάλα στον αέρα, τόσο η σιγαλιά
Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική
Καμάρα τ’ ουρανού με τ’ άστρα
Τόσο η ελάχιστή σου αναπνοή

Που πια δεν έχω τίποτε άλλο
Μες στους τέσσερις τοίχους, το ταβάνι, το πάτωμα
Να φωνάζω από σένα και να με χτυπά η φωνή μου
Να μυρίζω από σένα και ν’ αγριεύουν οι άνθρωποι
Επειδή το αδοκίμαστο και το απ’ αλλού φερμένο
Δεν τ’ αντέχουν οι άνθρωποι κι είναι νωρίς, μ’ ακούς
Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν αγάπη μου

Να μιλώ για σένα και για μένα.

VII

Στον Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί
Απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στη θάλασσα

Με κρεβάτι μεγάλο και πόρτα μικρή
Έχω ρίξει μες στ’ άπατα μιαν ηχώ
Να κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ

Να σε βλέπω μισή να περνάς στο νερό
και μισή να σε κλαίω μες στον Παράδεισο.

Από τη συλλογή Το Μονόγραμμα (1971), Οδυσσέας Ελύτης